Τρίτη

δένδρο



Ένα παιδί μιλάει στον άνεμο για ένα δένδρο.
 Δεν λέει πολλά.

Πού
τόσο
να
αγγίζουν
τα
σύννεφα
πολύ
χέρια
θα
βρεις
νομίζεις.

Πού
ακροδάχτυλα
πράσινα
και
καφέ
άλλα
να
σε
καλωσορίζουν
με
νεύματα
φιλικά
άνεμε
ξένε
ακούραστα
από
τα
λιμάνια
που
έρχεσαι
τόσο
θα
βρεις;



ένα αεράκι μιλάει σε ένα τοίχο με ένα στίχο



Τόσο θα βρεις
πού έρχεσαι
από τα λιμάνια

Άνεμε ξένε ακούραστα
με νεύματα φιλικά

Άλλα
να σε καλωσορίζουν
πού ακροδάχτυλα
πράσινα και καφέ

Θα βρεις νομίζεις
τα σύννεφα πολύ 
χέρια να αγγίζουν

τόσο!

  



αριθμώ


Μηδέν.
Μένω εκεί που με γέννησε η μάνα μου γιατί δεν έχω ελαστικό ομφάλιο λώρο.
Ένα.
Είναι αλλόκοτο που όσο γρήγορα κι αν χτυπά η καρδιά ,ο χρόνος κυλά σε δευτερόλεπτα.
Δύο.
Η κακουχία πέρασε κι ο ήλιος απαλύνει την πληγή με ξόρκια ηλιοτρόπια.
Τρία.
Καρτέρι έστησαν τα άνθη του αγρού ,την μέλισσες να παγιδεύσουν μεθώντας τες.
Τέσσερα.
Αυτόφωτα τα πρόσωπα όσον έδωσαν αγάπη.
Πέντε.
Μυρίζω την ύπαρξη ανάμνησης στο νου, ζουλώ τα στήθια μου με μανία, και γράφω τα πιο όμορφα ποιήματα.
Έξι.
                          Φοράω δύο μάσκες γενικά σαν βρίσκομαι σε χώρους  τύπου συναθροίζεστε. Μία που αρέσει, και μία που μ’ αρέσει. Την πρώτη την αγοράζω την δεύτερη αντιδραστικά της πουλώ.
 Επτά.
Παλιότερα τα όνειρα που κάναμε, για το σήμερα, ήταν το Α και το Ω για μας. Πόσο θέλω σήμερα, να πιστέψω ότι  αυτό που κάνω τώρα η ενσάρκωση τους είναι…
Οκτώ.
Αυτά που λες είναι πολύ ωραία λόγια, εσύ τα λες για μένα, κι εγώ υπόσχομαι πως τις μέρες του καύσωνα που θα ‘μαι πιο ωραίος από τώρα, θα σε ευχαριστώ και χίλια φιλιά θα σου δίνω.
 Εννιά.
Τον είδα και το έβαλα στα πόδια. Εκείνος όμως με αντίκρισε και ασφαλώς με αναγνώρισε.  Τι να ‘κανα
Δέκα.
Ανοίγει το βλέφαρο, και από συνήθεια κοιτάζει η κόρη τα ουράνια.  Από το ακροκέραμο της στέγης, βλέπει κανείς τον ήλιο ,οσάν τον Γαλατά  που ‘ρχεται όλους να μας δροσίσει από την κορυφή του λόφου, αργοσαλεύοντας. Για να ‘ναι στις 12 παρόν αυτός και να  μας λιάσει.

.Ελλήνων έγερσης, διέγερσης, εξέγερσης.




Ένα.
Δεν κοιμάμαι την νύχτα που δεν είσαι τόσο χαρούμενος όσο μπορώ να σε κάνω να είσαι.
Δύο.
Μες στην ζωή μου την μικρή, είσαι το τέλος μου και αρχή. Τα πιο λαμπρά μου σε αγαπώ, τα πάντα είσαι.
Τρία.
Έλα.
Έλα εδώ.
Έλα εδώ, να σε δω.
Έλα εδώ, να σε δω, να ‘σαι ‘δω, να μην φοβάμαι.
Τέσσερα.
Πώς να μείνουν αγεφύρωτες οι Στιγμές μας, όταν η θύμηση σου ανθεί το πιο νεκρό τριαντάφυλλο, και η απουσία σου γυρνά σαν μορφή και απόψε γυμνή στο άδειο σπίτι ουρλιάζοντας;
Πέντε.
Βρέθηκα στους δρόμους του πόνου
Στους δρόμους τους ξένους
Ξανά.
Με μάτια κλαμένα και χείλη σκαστά, ψάχνοντας σε. Αν σε βρήκα, μην ρωτάς,
 Μα αν με βρίσκεις βρισκόμενο διερωτήσου.
Έξι.
Είναι μια Κυρία, και είναι ένας Κύριος.
«γιατί δεν με αγαπά», ρώτησε ‘κείνη κλαίγοντας.
Την φίλησε εκείνος στα χείλη και της είπε πως τέτοιες ερωτήσεις απαντιόνται μονάχα σαν ρωτιόνται στο δεύτερο ενικό πολύ ωραίο πρόσωπο.
Όχι δεν χρειάστηκε να προσαρμόσει την ερώτηση στα νέα τώρα δεδομένα εκείνη, εκείνα του δεύτερου ενικού προσώπου, μα από το φιλί του και μόνο έλαβε την καταφατική απάντηση που ζητούσε.
Όχι δεν χρειάστηκε να προσαρμόσει την ερώτηση στα νέα τώρα δεδομένα εκείνη, εκείνα του δεύτερου ενικού προσώπου, μα από το φιλί του και μόνο έλαβε την καταφατική απάντηση που ήθελε.