Πέμπτη

Τι θα πει στην υγεία μας;




Μου αρέσουν οι αιρετικοί άνθρωποι, κι οι αθώοι.
Το κόκκινο, καλό κρασί που αφήνει στάμπες στα χείλη, στην καρδιά,
και κάνει χάλια τα χαλιά.
Kι εσύ που από εδώ το έφερες από εκεί το έφερες απόψε, με φίλησες στο στόμα με νότες.
μου έλειψες μουσική μου
Βλέπετε; Δεν είμαι ένας απλός αποτυχημένος εραστής εσωρούχων.

Τρίτη

Παράνοια κατόπιν συνεννόησης

SUGAR.


Σίγουρα μια μέρα μόνος θα διασχίσω τους μεγάλους δρόμους χωρίς την κομπανία κανενός, χωρίς εσένα ή το άρωμα σου δίπλα μου,
θα γευματίσω στο αγαπημένο μου εστιατόριο μόνος και θα τσουγκρίζω το ποτήρι μου με τον γκαρσόν,
θα επισκεφτώ το ομορφότερο νησί του κόσμου χωρίς συνοδό.
Σίγουρα μια μέρα δεν θα σε έχω ανάγκη και το τατουάζ με το όνομά σου θα έχει σβηστεί από το μπράτσο μου, σίγουρα μια μέρα.

Ώσπου να γίνει αυτό θα υποφέρω τραγικά κάθε μέρα.
Θα περιφέρομαι στους άδειους δρόμους σαν τρελός, με την δεξιά μου παλάμη ελεύθερη έτοιμη να πιαστεί με τη δική σου, με κλειστά μάτια κι με μυαλό πήχτρα σε ιστορίες οργίων για το τι κάνεις τις νύκτες μακριά μου, τι τρως, τι πίνεις, που πας και το δίνεις.
Θα μένω νηστικός κοιτάζοντας την ώρα να περνά, περιμένοντας σε μάταια έξω από το αγαπημένο σου εστιατόριο,
Θα κρεμιέμαι κάθε τόσο από την πλώρη των πλοίων που φτάνουν στο λιμάνι του ομορφότερου νησιού του κόσμου, φωνάζοντας το όνομα σου, παρακαλώντας τα να με αράξουν όχι αλλού παρά μόνο στην αγκαλιά σου μέσα, στο δικό μου λιμάνι.

Δεν σε αγάπησα ποτέ, φωνάζω για να πιστέψω.
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, καταπίνω για να μην ξεστομίσω, ακούσω και αποτρελαθώ.
Πότε αναρωτιέμαι ο δύστυχος θα σταματήσω να γράφω το όνομά σου στο χαρτί της εφημερίδας αφηρημένος όταν είμαι ενώ μιλάω στο τηλέφωνο, αφού έχουν ήδη περάσει τόσα χρόνια.



"Ένας κουφός κρυμμένος στο λαρύγγι μου 
αρχειοθετεί τα ουρλιαχτά μου."
-Παντελής  Μπουκάλας

Παρασκευή

Tου μορφασμού.

Ο ένας πλάι στον άλλον 
στο πλάι του άλλου κανείς. 

Γεμάτη είναι η άδεια ζωή μας με ξένους ανθρώπους. Ανθρώπους περαστικούς, υπεραστικούς, του κρεβατιού, της τάβλας, της καύλας, του σπιτιού, του δρόμου, του υπόδρομου. Με φουσκωμένα χείλη και φουσκωμένα μυαλά με φαγωμένα νύχια με λαδωμένα μαλλιά και σπυράκια. Γεμάτη είναι η άδεια ζωή μας με ξένους ανθρώπους.

Δεν φταίω, δεν φταις, δεν φταίει κανείς άλλος εκτός από εμένα κι εσένα. Ίσως πάλι να μην φταίμε ούτε εμείς. Πάει καιρός που σταμάτησα να πλένομαι, κάθε που αποχωριζόμουν τα νεκρά μου κύτταρα σε ένοιωθα όλο και πιο μακριά μου. Πως πνίγεσαι στους υπονόμους.
Σαν να σ' έχανα. Σαν να έχανα.

Ο έρωτας μένει μακριά και πάει καιρός που σταμάτησε να με παίρνει τηλέφωνο. Ωστόσο όταν απολύτως τίποτα δεν έχει αξία για εμένα, φρόντιζε έρωτα να βρίσκεσαι κάπου κοντά στο διαμέρισμα μου, να εισβάλεις γρήγορα, να μου θυμίζεις πως τίποτα δεν χάθηκε στα γρήγορα και να μου δίνεις το χάπι που παίρνω όταν τέτοια ποιήματα γράφω, που κρύβω στο τρίτο συρτάρι με τα πορνοπεριοδικά.

Το ροζ τατουάζ στο μπράτσο σου και όποιος αγαπηθεί πρώτος.