Δευτέρα

Ερμαφρόδιτες ιστορίες για κιθάρα και πιάνο.


  1. Στο μόνο που μπορώ να σου ορκιστώ, είναι στο κάπνισμα που προσπαθώ χρόνια να κόψω.
  2. Όταν τα φώτα σβήνουν και πια δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπο σου μέσα στο σκοτάδι, δεν φαντασιώνομαι πως είσαι κάποιος άλλος.
  3. Στον ουρανό πετάω ότι με μελαγχολεί κι ελπίζω στην βαρύτητα και στον καλό της στόχο.


Τρίτη

Ποίηση και πέτρα.


Αν έχω στο μέλλον κι άλλες ευκαιρίες να αγαπήσω και να αγαπηθώ,
επειδή μέσα μου λες πως βρίσκεις ακόμη αποθέματα,
βράσε νερό και διάλυσε μέσα αλάτι.
Κάνε ένα διάλειμμα κι δώσε μου το διάλυμα να πιω, να δεις πως ξερνιούνται οι καρδιές,
και πως ξεχνιούνται.



Τετάρτη

Μισάζω.


Η πτώση είναι μία. Από τον τέταρτο.
Γενική πτώση. 
Όλα πέφτουνε και σπάνε χάμω και γίνονται θρύψαλα,
μουσικά όργανα, συκώτια μαράκες, σπλήνες ντραμς, εντόσθια χυμένα. 

Η κρούση είναι μια. Από τον τέταρτο στον ακάλυπτο με τις βερικοκιές.
Ονομαστική κρούση. 
Ο Παντελής, κουτούλησε, έγινε αλοιφή, ένα με το χώμα...

Η ώρα είναι μια. Από τον τρίτο ακούγεται μια ιστορία. 
Δεν κοιμάται ποτέ αυτή η πολυκατοικία, μια γυναίκα μονολογεί.
Από ότι κατάλαβα, την παλιά Αθήνα περιγράφει, παλιά, ιστορεί, δεν έπεφταν από τα μπαλκόνια του τετάρτου ορόφου οι ερωτευμένοι, ούτε από τα ρετιρέ, γενικά δεν έπεφταν,
μόνο έβγαζαν τα πόδια τους έξω από τα παράθυρα και πετούσαν, 
για φαντάσου Αγάπη μου, πετούσαν λέει, πετούσαν ελεύθεροι, σαν τα πουλιά,
κι έγραφαν τα ονόματα τους στον ουρανό, με τέμπερες αέριες, κάτι σαν κλανιές με χρώμα.

Φέρε μου να κάνω ένα τσιγάρο, κι άκου να δεις πως έχει το σχέδιο. Πέφτω πρώτος εγώ. 
Μετά από μισή ώρα φωνάζεις το όνομα μου και με ρωτάς αν στο ισόγειο έχει υγρασία,
με ακολουθείς μόνο αν δεν με ακούσεις να σου απαντώ.
Ειδάλλως περιμένεις άλλα τρία τέταρτα, ρωτάς την ίδια ερώτηση, κι πράττεις αναλόγως.
Λογικά τη δεύτερη φορά δε θα λάβεις απάντηση, δεν έχω δα και τόσο γερή κράση,
πάνω κάτω μετά από μία ώρα, θα είναι το έδαφος πάλι ουδέτερο,
σαν πρώτα κι εγώ λίπασμα για τις βερικοκιές.

Οφείλω να ομολογήσω πως την τελευταία στιγμή, 
προσπάθησα να πέσω ανάσκελα με τα χέρια μου ανοικτά, για να προσγειωθείς στην αγκαλιά μου,
μόνο που ποτέ δεν έμαθα αν κάτι τέτοιο συνέβει. 
Ωστόσο υποψιάζομαι πως τα καταφέραμε 
διότι σήμερα τρώμε μαζί στο ίδιο τραπέζι
και τα σκυλιά μας γερνάνε πιο αργά από ότι γερνάμε εμείς.


Πέμπτη

Άφιλτρες ηλιαχτίδες ( φαινόμενο θερμοκηπίου )


από, προς, για, τον Μιχάλη, τον αδελφό μου 





Τα παράδοξα του έρωτα.
-Ημιτελής κι αναχρονιστικός-
Μα έτσι δεν τον γουστάρουμε εμείς τον έρωτα; Σαν πώς; 
Δεν είμαστε της παλιάς σχολής, εμείς; Πώς αλλιώς; 

Να έχουμε, βρε αδελφέ, κάτι να πιούμε, κάτι να φάμε, 
για κάποιον να κλαψουμε, κάτι να γράψουμε,
να τραγουδήσουμε για κάποιον, να αναπολούμε.
Να έχουμε με φίλους να λέμε, πως ζήσαμε, στα εξήντα πέντε μας.




-Χαιρετώ!
-Οδηγώ.
-Σε φιλώ!
-…

-Σε τραγουδαω παντού, παντού, κι σε όλους τους τοίχους σε γράφω.
-Γελαω μαζι σου,
-Σε αγαπάω!
-Γελάω μαζί σου,
-Σε φοράω, κολώνια, τζάκετ, παπούτσια, μάρκα τσιγάρα!
-Είσαι υπέροχος.
-Έχει γεμίσει το σπίτι χρησιμοποιημένες καπότες. Χαχα ( επιτηδευμένα γέλια )
-…

-Μου αρέσει όταν δεν μου μιλάς, γιατί ξέρω πως κάτι σκέφτεσαι, να μου πεις.
-...

-Ακούς; Έρχεται μουσική από το δίπλα δωμάτιο.
Μεράκλωσε το κακομαθημένο της οικογένειας.
-Προοικονομία;
-Ε; Κάνε οικονομία, να πάμε εκδρομή την άλλη εβδομάδα. ( όλος ενθουσιασμό )
-Ό,τι θες ακούς.
-Εσένα ακούω. Εσένα θέλω.
-...

δέκα μέρες χάσκει η αγάπη
δέκα μέρες πάσχει το φιλί,
ότι ήθελα πολύ


-Έρχομαι!
-Έρχεσαι;
-Ναι, έρχομαι, "γλυκιά στιγμή της στιγμής" μου.
-Είχα φύγει, καλέ μου, πριν φύγεις από εκεί, που για να γυρίσεις πάλι πίσω επιθυμείς.
-Έρχομαι σου λεω, περίμενε μισό λεπτό μόνο!
-...

-Πονάω! Πονάω και πίνω και μεθώ.
-Άλλα ζητάω, ζητάω πολλά;
-...

-Μεγαλώνω.
-Μεγαλώνω. 




Το λουκάνικο Μπέρι είναι ερωτευμένο με μια γουρούνα,
κι άλλοι τέτοιοι αδιέξοδοι έρωτες. 

Σάββατο

Ο έρωτας παχυσαρκεί

Είμαι ερωτευμένος, Κύριε, με αυτό το αδύνατο,
που παχαίνει μέσα μου και σκάει.
Με το θέλω, αλλά δεν μπορώ.
Είμαι ερωτευμένος, Κύριε.

Τους τελευταίους μήνες, Κύριε,
έχω χάσει τέσσερα κιλά κι την γεύση μου,
νομίζω δεν μυρίζω και το δωμάτιο έχει γεμίσει μύγες.

Είμαι ερωτευμένος, Κύριε, με αυτό το αδύνατο,
που έχει κάνει την σκέψη μου παχύσαρκη
και σκέφτομαι μόνο την πέτσα, ούτε μελωδίες, ούτε αισθήματα, ούτε φίλους.

Είμαι ερωτευμένος, Κύριε, με αυτό το λεπτό μαχαίρι,
που μας φέρνει κοντά,
που κόβει το κρέας, το κουνουπίδι, όποιον αντιπαθώ, ή και όχι.

Είμαι ερωτευμένος, Κύριε, με αυτό το αδύνατο,
που βρίσκεται στην προέκταση του άξονα της γης,
λίγο πιο πάνω απο το Αστέρι του Βορρά.
-Ναι, Κύριε, σωστά καταλάβατε, σας μιλάω για κάτι, πολύ αδύνατο.

Έχω λεπτά αισθήματα, αδύνατα χέρια, σχέδια και απραγματοποίητα όνειρα.


Τρίτη

Don't smoke in bed.




Να είναι νωρίς το απόγεμα κι να μπαίνει λίγο, απαλό φως στο δωμάτιο, στην Ελλανίκου
να τους χτυπά στα μάτια, μα να μην τους ενοχλεί.
Να είναι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, κάτω από τα σεντόνια,
χωρίς να μιλάνε, ήρεμοι.
Να έχουν λιώσει τα παγάκια στο φραπέ, να έχει γίνει νερομπούλι,
να έχουν σβήσει τα τσιγάρα στο τασάκι,
κι από το ράδιο να παίζει μαγνητοσκοπημένη η εκπομπή "Η γοητεία της αμιφισβήτησης".
Να μυρίζει κλεισούρα κι ανθρωπίλα όλο το δωμάτιο, 
να έχουν να βγουν από το σπίτι τέσσερις μέρες,
να τρώνε το φαγητό που έστειλε η θεία σε ταπεράκια,
να είναι βρώμικη η κουζίνα, κι να θέλουν πλήσιμο οι κουρτίνες.

Να φιλιούνται στα χείλη,
καθώς ακούγεται η Baez να τραγουδά play me backwards.
Δεν είναι ωραία η ζωή, σκέφτονται, 
είναι υπέροχη η στιγμή, ψιθηρίζει ο θαρραλέος,
κι το ραδιόφωνο ξεκινά τις διαφημήσεις..


Παρασκευή

Μην σταματάς



Οι αλήθειες μας, είναι όλες τόσο ευρύχωρες και αθώες,
που αν ψέμα ήταν, δεν θα μας έκαιγε.



Τι όροφο ζεις;
Έχει μεγάλη τραπεζαρία το σπίτι σου;
Από ποια κλίση ο ήλιος πέφτει στα μάτια σου το πρωί και σε ξυπνάει;
Βλέπεις όνειρα;
Πού πίνεις τον καφέ σου τα πρωινά;
Πώς πίνεις τον καφέ σου;
Έχει θέα Λυκαβηττό το μπαλκόνι σου;
Έχει πρόσβαση σε ουρανό;


Απόψε, φανερά βλέπω κάτι, ανάμεσα στα δόντια του,
που θέλει σάλιο να γίνει, συλλαβή, μιλητό,
να αλαλάξει, τα όχι ευρύχωρα μας και αθώα,
να μεταλλάξει τα όχι ευχάριστα μας, σε καλά έτη από εδώ και πέρα.

Απόψε, φανερά βλέπω κάτι, ανάμεσα στα δόντια του.
Mόνο που τα μάτια του μένουν ορθάνοιχτα.
Λήγει, να φτύνει το ταμπάκο 
που πάλι κόλλησε στη γλώσσα του, 
σιωπάζοντας κι αδρανοποιώντας 
τα πάντα.

Δευτέρα

Κατεβαίνει τώρα


Πέντε
Δέκα
Δεκαπέντε
Είκοσι
Είκοσι πέντε
Τριάντα
Τριάντα πέντε
Σαράντα
Σαράντα πέντε
Πενήντα
Φτου και βγαίνω.
Πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;

Πέντε
Δέκα
Δεκαπέντε
Είκοσι
Είκοσι πέντε
Τριάντα
Τριάντα πέντε
Σαράντα
Σαράντα πέντε
Πενήντα
Στα πενήντα μου σε ψάχνω ακόμη.
Πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;

Ύστερα,
Εξήντα
Εξήντα πέντε
Εβδομήντα
Εβδομήντα πέντε
φτου και βγαίνω και χάνομαι και φεύγω


Mα πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;
~-~



~-~

Από τη μέση και πάνω οκτώ οργασμούς,
από τη μέση και κάτω ενεά.

~-~

Άμα τα τανάπαλι με καθιστούν αιώνιο
Τα τούμπαλιν και τη ναυτία τα καταπολεμώ με μαϊντανό.


Τρίτη

Λάσπη

στο Μιχάλη


Ανήλικος-Ενήλικος. 
Περίληψη, όμορφη η ζωή.

Έπειτα μεγαλώνω, ερωτεύομαι, παντρεύομαι, το συνηθίζω, αγαπάω.
Κάνω παιδιά, τα αγαπάω.
Αγαπάω την γυναίκα μου.
Όμορφη η ζωή.

Διασκεδάζω,
μια παρέα φίλων.
Θα πει γελάω.

Διασκεδάζω,
μια παρέα λασπωμένη, στριμωγμένη, σε σφηνοπότηρα.
Θα πει μεθώ.
Θα πει μεθώ.

Δεν περπατάω, ύστερα, σκοντάφτω  
κοιτάω τον κόσμο με άλλο μάτι,
κάνω στροφές γύρω από τον εαυτό μου,
μυρίζω σαμπούκα.
Όμορφη η ζωή;

Τρέχω με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, όλοι μαζί μου γελάνε.
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!

Τρέχει το δάκρυ με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, με μοιρολογάνε.
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!

Δεν σε κλαίω που έφυγες,
γιατί δεν σε κλαίω ούτως ή άλλως.
Τα πάντα γύρω μου, αλλάζουνε και κλαίω
έφυγες κι όλα γύρω, σου μοιάζουνε και κλαίω


Φωνάζουνε,
τα αστέρια από ψηλά που σε κοιτάνε
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!




Αέρας,
είναι ο πατέρας.
-Μάνος Πετράκης

Πέμπτη

ΓΑΜΑ

Άνοιξε τα μάτια του
και βγήκαν από τα ματοτσίνορα πεντάγραμμα γεμάτα παύσεις,
παύσεις ογδόου,
παύσεις τετάρτου
και άνω τελείες που έκαναν τα τραμ να σταματήσουν.
Με αποτέλεσμα, να μην φτάσει σήμερα, στο σπίτι μου, ο ήλιος.

Άνοιξε την καρδιά του ύστερα
και το πεντάγραμμο απέκτησε κλειδί
ρυθμό
νότες, μονότονες,
και μια ηλίθια επανάληψη, κάπου στο τέλος,
που έκανε από τα χείλη μου να κρέμονται λέξεις και σκέψεις αιώνια,
χωρίς να λέγονται ποτέ
αφού μόλις σε έβρισκα στο τέλος του μέτρου, χανόσουν και ξεκινούσα πάλι απο την αρχή.


Άνοιξε τέλος το στόμα του, φύσηξε τον καπνό και όλη η Αθήνα γέμισε πίκρες.

Δευτέρα

Rust.

το πώς επιβιώνω και το αν


Ύστερα σχεδόν από έναν χρόνο, κοίταξα ξανά τον εαυτό μου στον καθρέπτη του μπάνιου.
Κι του μίλησα ειλικρινά.

Μπορεί να μην σου ανήκω, του είπα, να μην είμαστε φίλοι, μα I love you dearly.
Μπορεί να μην δακρύζουν τα μάτια μου πια, μα στάζει η βρύση του μπάνιου.
Πως άλλαξα Ιδανικά εξομολογήθηκα,
πως Ιδανικά είναι κι αυτά είπα, για να με υπερασπιστώ στον εαυτό μου.
Μπορεί να μην ανοίγω τα χείλη μου για να μιλήσω,
μα την χροιά μου ακούς όταν σου απευθύνουν τον λόγο οι φίλοι μου.

Ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος.
Ο ουρανός, δεν είναι γαλάζιος.
Το τοπίο, το οποίο όπιο πίνω για να δω, είναι πάντα πιο φαντασμαγορικό.
Κι πως o ουρανός δεν είναι γαλάζιος, του δήλωσα.


Τότε ήταν που τα χέρια μου πήραν την πρωτοβουλία. Άνοιξαν το μάτι της κουζίνας κι τοποθέτησαν πάνω του το πρόσωπό μου. 
Περιμένοντας, υπομονετικά. 

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ


Παίρνω δύναμη από το χαμόγελο ενός αγοριού που πετυχαίνω τυχαία στο δρόμο,
μπορεί να μην έχετε το ίδιο όνομα, να του λείπουν τα δύο μπροστινά δόντια και η ικανότητα να σε μιμείται, μα λέω στον εαυτό μου πως σου μοιάζει.
Ωστόσο δεν σου μοιάζει αλήθεια αλλά μπορώ να το κάνω να.
Έχω φαντασία εννοώ τόση ώστε.


Παίρνω δύναμη από το χαμόγελο ενός αγοριού που πετυχαίνω τυχαία στο δρόμο, 
ανοιγοκλείνω τα μάτια μου,
σε σχηματίζω στο μυαλό,
ανοιγοκλείνω τα χέρια μου και πετάω.

-Αν μπορώ με ρωτάς να πετάξω, όσο εγώ δεν σε ακούω γιατί βρίσκομαι ήδη ψηλά.


Θέληση, πίστη και πολύ απιστία κάνει όμορφα αγόρια να βγάζουν φτερά.




"Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι
ώσπου σε αγάπησα"