Παρασκευή

Μην σταματάς



Οι αλήθειες μας, είναι όλες τόσο ευρύχωρες και αθώες,
που αν ψέμα ήταν, δεν θα μας έκαιγε.



Τι όροφο ζεις;
Έχει μεγάλη τραπεζαρία το σπίτι σου;
Από ποια κλίση ο ήλιος πέφτει στα μάτια σου το πρωί και σε ξυπνάει;
Βλέπεις όνειρα;
Πού πίνεις τον καφέ σου τα πρωινά;
Πώς πίνεις τον καφέ σου;
Έχει θέα Λυκαβηττό το μπαλκόνι σου;
Έχει πρόσβαση σε ουρανό;


Απόψε, φανερά βλέπω κάτι, ανάμεσα στα δόντια του,
που θέλει σάλιο να γίνει, συλλαβή, μιλητό,
να αλαλάξει, τα όχι ευρύχωρα μας και αθώα,
να μεταλλάξει τα όχι ευχάριστα μας, σε καλά έτη από εδώ και πέρα.

Απόψε, φανερά βλέπω κάτι, ανάμεσα στα δόντια του.
Mόνο που τα μάτια του μένουν ορθάνοιχτα.
Λήγει, να φτύνει το ταμπάκο 
που πάλι κόλλησε στη γλώσσα του, 
σιωπάζοντας κι αδρανοποιώντας 
τα πάντα.

Δευτέρα

Κατεβαίνει τώρα


Πέντε
Δέκα
Δεκαπέντε
Είκοσι
Είκοσι πέντε
Τριάντα
Τριάντα πέντε
Σαράντα
Σαράντα πέντε
Πενήντα
Φτου και βγαίνω.
Πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;

Πέντε
Δέκα
Δεκαπέντε
Είκοσι
Είκοσι πέντε
Τριάντα
Τριάντα πέντε
Σαράντα
Σαράντα πέντε
Πενήντα
Στα πενήντα μου σε ψάχνω ακόμη.
Πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;

Ύστερα,
Εξήντα
Εξήντα πέντε
Εβδομήντα
Εβδομήντα πέντε
φτου και βγαίνω και χάνομαι και φεύγω


Mα πού είσαι κρυμμένη Ευτυχία;
~-~



~-~

Από τη μέση και πάνω οκτώ οργασμούς,
από τη μέση και κάτω ενεά.

~-~

Άμα τα τανάπαλι με καθιστούν αιώνιο
Τα τούμπαλιν και τη ναυτία τα καταπολεμώ με μαϊντανό.


Τρίτη

Λάσπη

στο Μιχάλη


Ανήλικος-Ενήλικος. 
Περίληψη, όμορφη η ζωή.

Έπειτα μεγαλώνω, ερωτεύομαι, παντρεύομαι, το συνηθίζω, αγαπάω.
Κάνω παιδιά, τα αγαπάω.
Αγαπάω την γυναίκα μου.
Όμορφη η ζωή.

Διασκεδάζω,
μια παρέα φίλων.
Θα πει γελάω.

Διασκεδάζω,
μια παρέα λασπωμένη, στριμωγμένη, σε σφηνοπότηρα.
Θα πει μεθώ.
Θα πει μεθώ.

Δεν περπατάω, ύστερα, σκοντάφτω  
κοιτάω τον κόσμο με άλλο μάτι,
κάνω στροφές γύρω από τον εαυτό μου,
μυρίζω σαμπούκα.
Όμορφη η ζωή;

Τρέχω με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, όλοι μαζί μου γελάνε.
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!

Τρέχει το δάκρυ με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, με μοιρολογάνε.
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!

Δεν σε κλαίω που έφυγες,
γιατί δεν σε κλαίω ούτως ή άλλως.
Τα πάντα γύρω μου, αλλάζουνε και κλαίω
έφυγες κι όλα γύρω, σου μοιάζουνε και κλαίω


Φωνάζουνε,
τα αστέρια από ψηλά που σε κοιτάνε
Δεν μ' αρέσουν οι Μιχάληδες όταν μεθάνε!




Αέρας,
είναι ο πατέρας.
-Μάνος Πετράκης