Τετάρτη

Μισάζω.


Η πτώση είναι μία. Από τον τέταρτο.
Γενική πτώση. 
Όλα πέφτουνε και σπάνε χάμω και γίνονται θρύψαλα,
μουσικά όργανα, συκώτια μαράκες, σπλήνες ντραμς, εντόσθια χυμένα. 

Η κρούση είναι μια. Από τον τέταρτο στον ακάλυπτο με τις βερικοκιές.
Ονομαστική κρούση. 
Ο Παντελής, κουτούλησε, έγινε αλοιφή, ένα με το χώμα...

Η ώρα είναι μια. Από τον τρίτο ακούγεται μια ιστορία. 
Δεν κοιμάται ποτέ αυτή η πολυκατοικία, μια γυναίκα μονολογεί.
Από ότι κατάλαβα, την παλιά Αθήνα περιγράφει, παλιά, ιστορεί, δεν έπεφταν από τα μπαλκόνια του τετάρτου ορόφου οι ερωτευμένοι, ούτε από τα ρετιρέ, γενικά δεν έπεφταν,
μόνο έβγαζαν τα πόδια τους έξω από τα παράθυρα και πετούσαν, 
για φαντάσου Αγάπη μου, πετούσαν λέει, πετούσαν ελεύθεροι, σαν τα πουλιά,
κι έγραφαν τα ονόματα τους στον ουρανό, με τέμπερες αέριες, κάτι σαν κλανιές με χρώμα.

Φέρε μου να κάνω ένα τσιγάρο, κι άκου να δεις πως έχει το σχέδιο. Πέφτω πρώτος εγώ. 
Μετά από μισή ώρα φωνάζεις το όνομα μου και με ρωτάς αν στο ισόγειο έχει υγρασία,
με ακολουθείς μόνο αν δεν με ακούσεις να σου απαντώ.
Ειδάλλως περιμένεις άλλα τρία τέταρτα, ρωτάς την ίδια ερώτηση, κι πράττεις αναλόγως.
Λογικά τη δεύτερη φορά δε θα λάβεις απάντηση, δεν έχω δα και τόσο γερή κράση,
πάνω κάτω μετά από μία ώρα, θα είναι το έδαφος πάλι ουδέτερο,
σαν πρώτα κι εγώ λίπασμα για τις βερικοκιές.

Οφείλω να ομολογήσω πως την τελευταία στιγμή, 
προσπάθησα να πέσω ανάσκελα με τα χέρια μου ανοικτά, για να προσγειωθείς στην αγκαλιά μου,
μόνο που ποτέ δεν έμαθα αν κάτι τέτοιο συνέβει. 
Ωστόσο υποψιάζομαι πως τα καταφέραμε 
διότι σήμερα τρώμε μαζί στο ίδιο τραπέζι
και τα σκυλιά μας γερνάνε πιο αργά από ότι γερνάμε εμείς.