Σάββατο

Ρομάντζο (Lady Grinning Soul)




Όλα ξεκίνησαν παρατηρώντας μια κονσέρβα που έχω στο ντουλάπι μου με σουπιές. 
Λήγει σε έντεκα χρόνια. Στις οκτώ πέμπτου του δύο χιλιάδες εικοσιτέσσερα.
Εγώ δεν τις τρώω τις σουπιές, άρα μένω μετέωρος όσο συνειδητοποιώ πως δεν γνωρίζω μέσα σε έντεκα χρόνια ποιος θα βρίσκεται στο σπίτι μου για να του τις προσφέρω.
Είναι μια πραγματικότητα, ένα γεγονός που με τρομάζει.
Ποιος θα είναι στην αγκαλιά μου μετά από έντεκα χρόνια;
Προσπαθώ να θυμηθώ ποιος φίλος μου τρώει σουπιές, παίρνω τηλέφωνα, ρωτάω..
Δεν μου πάει η καρδιά να τις πετάξω στα σκουπίδια, άλλωστε αν δεν ήταν οι σουπιές, θα ήταν κάτι άλλο που θα με έτρωγε.

Προσπαθώ να υπολογίσω με τι ρυθμό κυλά ο έρωτας κι ο χρόνος,
αν είναι ανάλογα ή αντιστρόφως, αν ο πρώτος εξαντλείται πιο γρήγορα ή πιο αργά με το πέρας του δεύτερου.
Ακούω Bowie, στη διαπασών.
Οι γριές γειτόνισσες μου, ενοχλημένες τσιρίζουν:
Να πάρει η ευχή, κλείσε τη μουσική.
Ματαιοπονείς, όποιος υπολογίζει το χρόνο είναι χαμένος, όποιος υπολογίζει στον έρωτα είναι χαμένος δύο φορές.


Χαμένος λοιπόν εγώ και μια και δύο και τρεις φορές, 
ανοίγω την κονσέρβα και κρεμάω μια σουπιά στο αυτί μου, σκουλαρίκι.