Τετάρτη

Κυβικό μέτρο στρώμα-ταβάνι


Δανειστική βιβλιοθήκη το μονό μου κρεβάτι
επιστημονικής φαντασίας, λαογραφίας, άρλεκιν.

Φεύγουν ονόματα σπουδαίων λογοτεχνών, γραφιάδων, φεύγουν άυπνα σώματα,
φεύγουν ζευγάρια παπούτσια,
σιωπή στο κυβικό μέτρο στρώμα-ταβάνι.

Δανεικά κι αγύριστα πετάγονται έξω από το δωμάτιο, 
τα είδωλα που δεν άντεξαν να μείνουν και να φύγουν από την δανειστική βιβλιοθήκη
το μονό μου κρεβάτι.

Έρχονται καινούργια καθαρά κορμιά, δοκίμια, ερωτικά σονέτα
σιωπή στο κυβικό μέτρο στρώμα-ταβάνι.

Πάνε κι έρχονται βουβές κριτικές.
Άλλες καλές κι άλλες κακές, όλες αθόρυβες με συνιστώσες.

Ο κατάλογος ενός  μονού κρεβατιού 
κι η άηχη μουρμούρα του πάνω από τα δανεικά σεντόνια. 

Δευτέρα

Ιστορίες

Το παρελθόν, οι ιστορίες που για αυτό λέμε 
με ένα χαμόγελο στα χείλη
έχουν υλικά, έχουν συνταγή.
Η κάθε μια γεννιέται στο παρελθόν αλλά σήμερα,
το κάθε τι μπορεί να αναγεννά μια ιστορία 
και μιας στιγμής το χαμόγελο που ίσως ξέφυγε, τώρα μοιάζει να λάμπει παρθένα,
με τα φκιασίδια της.
Μερικά δημιουργούνται στο παρόν,
αντί εκείνων που δεν μπόρεσε να κλέψει από τα παλιά η μνημόνευση.

Μέσα στο μυαλό μου χορεύουμε εγώ, εσύ, οι αλήθειες μας και τα ψέματα μας, αρμονικά 
τόσο που δεν μπορώ να σε ξεχωρίσω από εμένα, ή τις αλήθειες μας και τα ψέματα μας.
Μέσα στον ίδιο το χορό κι ο χρόνος μαζί με τα συμβάντα και τα απρόοπτα. 

όλος ο κόσμος δια δύο

Με τον καιρό μαθαίνεις να συμπεριφέρεσαι, συνηθίζεις πως λειτουργείς 
και δρας όπως σου πρέπει
δεν κόβεσαι στο ξύρισμα, ξέρεις τι θέλεις να πίνεις, αξιολογείς τον γύρω σου 
και κάθε φορά που περπατάς στον κόσμο κοιτάζεις τα άπειρα  ψέματα που λάμπουν στα πρόσωπα των περαστικών
δήθεν μου τάχα μου κανένας δεν τα βλέπει.
Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τα βλέπει
ούτε εμείς οι ίδιοι βλέπουμε τα ψέματα που λέμε, συνηθίζουμε πολύ γρήγορα
και τα ξεχνάμε τα αφήνουμε πίσω, μια και δεν μας φαίνονται χρήσιμα μπροστά.
Όλος ο κόσμος δια δύο. 

άτιτλο


Όταν 
υπάρχει μια ερώτηση που χρειάζεται άλλη μια για να σε καταλάβω,
όταν υπολογίζεις στην αλήθεια αφαιρώντας τα εξογκώματα της,
δημιουργούνται φούσκες στην ατμόσφαιρα που ελαττώνουν την ορατότητα 
κι ύστερα κοιτάμε περήφανοι αυτό το κενό που υπήρχε και γεμίσαμε.

Σάββατο

1

Αναμετρηθήκαμε με τα σκέλια μας μπερδεμένα
στην πλήρη τους χαλάρωση
με τα χέρια μας απλωμένα
να πιάνουν είδωλα λατρεμένα
και με την σκέψη μας κενή μιλήσαμε μια κοινή γλώσσα
ίδιων αναπνοών
φωνηέντων
και τονισμών
το φεγγάρι μας καταλάβαινε.





Η "λαγνεία" σαν αδιάκοπη μαρκίζα διαφημίζεται
για μια μύηση δίχως προηγούμενο
κι άλλα παρόμοια.
Το ενδιαφέρον βέβαια βρίσκεται κάτω δεξιά
της αφίσας-φυλλάδιο-πόστερ
αναγράφοντας την προέλευση: made in Nature


Τρίτη

κουδούνια και καμπάνες

Περπατήσαμε δρόμο αρκετό
κουράστηκαν πολύ τα πόδια μας
μα έχουμε ακόμη αντοχές πολλές.
Φοβάμαι πως εμείς δεν θα αποσυρθούμε ποτέ
πως μέχρι το τέλος θα ψαχνόμαστε,
όχι για την υπερκόπωση
απλά, δεν θα γκρεμίσουμε ποτέ αυτόν τον κόσμο;
Εκστατικά ερωτευτήκαμε δίχως να στάξουμε ένα δάκρυ,
με τις ευχές των δικών μας, πέρασαν τα χρόνια.
Δεν χάσαμε τίποτα.
Έφυγαν τα καλοκαίρια που ελπίζαμε να ξεχαστούν
τελείωσε η περίοδος των ανακατατάξεων,
τα μάτια μου κοιτούσαν τα μάτια σας κι όλα εκεί μέσα είχαν αλλάξει,
απόψε όπως φυσάει στο μπαλκόνι τα χαρτιά κι τις εφημερίδες
για μια στιγμή
μου πέρασε από το μυαλό μια εικόνα σαν μάννα εξήγηση
- εκείνοι αντίθετοι στην τροχιά των λέξεων
- κι εγώ στη σεζλόνγκ μεθώ με τα λουλούδια των καλών μου φίλων
περνώ το γέλιο σας για κλάμα, την αμηχανία για την ηδονή σας
Κοιτάζω κι είμαστε έγχρωμοι σαν στο νερό
δυο διαφορετικές ζωές ακουαρέλας.








Σάββατο

μάνα

Η μάνα τα γνωρίζει όλα. Τα καταπίνει όλα.
Έχει την δύναμη τον όγκο και την ευσπλαχνία,
παίζει με εμένα.
Σκάβει στο σώμα μου,
αρχίζει να τρώει την κοιλιά μου
τα χρόνια μου, τις ρίζες,
Τις θάλασσες πίνει, μπρος στα μάτια μου
τα διαμάντια μου και τη σκόνη από το δωμάτιο μου.
Με καταπίνει ολόκληρο
μετράει αντίστροφα κάθε μία μέρα από το διακόσια εβδομήντα,
χωρίς να ξέρει το γιατί
κι στα μαλλιά της που είναι όλο μπούκλες μπλέκει τα χέρια της για να μην της βγάλουν τα μάτια.










Τρίτη

μ

Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από αγελάδες που γνωρίζουν ή προσπαθούν να μάθουν
από τι είναι φτιαγμένο εκείνο στο οποίο δεν ξέρουν πως να φτάσουν.

Σάββατο

Ρομάντζο (Lady Grinning Soul)




Όλα ξεκίνησαν παρατηρώντας μια κονσέρβα που έχω στο ντουλάπι μου με σουπιές. 
Λήγει σε έντεκα χρόνια. Στις οκτώ πέμπτου του δύο χιλιάδες εικοσιτέσσερα.
Εγώ δεν τις τρώω τις σουπιές, άρα μένω μετέωρος όσο συνειδητοποιώ πως δεν γνωρίζω μέσα σε έντεκα χρόνια ποιος θα βρίσκεται στο σπίτι μου για να του τις προσφέρω.
Είναι μια πραγματικότητα, ένα γεγονός που με τρομάζει.
Ποιος θα είναι στην αγκαλιά μου μετά από έντεκα χρόνια;
Προσπαθώ να θυμηθώ ποιος φίλος μου τρώει σουπιές, παίρνω τηλέφωνα, ρωτάω..
Δεν μου πάει η καρδιά να τις πετάξω στα σκουπίδια, άλλωστε αν δεν ήταν οι σουπιές, θα ήταν κάτι άλλο που θα με έτρωγε.

Προσπαθώ να υπολογίσω με τι ρυθμό κυλά ο έρωτας κι ο χρόνος,
αν είναι ανάλογα ή αντιστρόφως, αν ο πρώτος εξαντλείται πιο γρήγορα ή πιο αργά με το πέρας του δεύτερου.
Ακούω Bowie, στη διαπασών.
Οι γριές γειτόνισσες μου, ενοχλημένες τσιρίζουν:
Να πάρει η ευχή, κλείσε τη μουσική.
Ματαιοπονείς, όποιος υπολογίζει το χρόνο είναι χαμένος, όποιος υπολογίζει στον έρωτα είναι χαμένος δύο φορές.


Χαμένος λοιπόν εγώ και μια και δύο και τρεις φορές, 
ανοίγω την κονσέρβα και κρεμάω μια σουπιά στο αυτί μου, σκουλαρίκι.