Τρίτη

αριθμώ


Μηδέν.
Μένω εκεί που με γέννησε η μάνα μου γιατί δεν έχω ελαστικό ομφάλιο λώρο.
Ένα.
Είναι αλλόκοτο που όσο γρήγορα κι αν χτυπά η καρδιά ,ο χρόνος κυλά σε δευτερόλεπτα.
Δύο.
Η κακουχία πέρασε κι ο ήλιος απαλύνει την πληγή με ξόρκια ηλιοτρόπια.
Τρία.
Καρτέρι έστησαν τα άνθη του αγρού ,την μέλισσες να παγιδεύσουν μεθώντας τες.
Τέσσερα.
Αυτόφωτα τα πρόσωπα όσον έδωσαν αγάπη.
Πέντε.
Μυρίζω την ύπαρξη ανάμνησης στο νου, ζουλώ τα στήθια μου με μανία, και γράφω τα πιο όμορφα ποιήματα.
Έξι.
                          Φοράω δύο μάσκες γενικά σαν βρίσκομαι σε χώρους  τύπου συναθροίζεστε. Μία που αρέσει, και μία που μ’ αρέσει. Την πρώτη την αγοράζω την δεύτερη αντιδραστικά της πουλώ.
 Επτά.
Παλιότερα τα όνειρα που κάναμε, για το σήμερα, ήταν το Α και το Ω για μας. Πόσο θέλω σήμερα, να πιστέψω ότι  αυτό που κάνω τώρα η ενσάρκωση τους είναι…
Οκτώ.
Αυτά που λες είναι πολύ ωραία λόγια, εσύ τα λες για μένα, κι εγώ υπόσχομαι πως τις μέρες του καύσωνα που θα ‘μαι πιο ωραίος από τώρα, θα σε ευχαριστώ και χίλια φιλιά θα σου δίνω.
 Εννιά.
Τον είδα και το έβαλα στα πόδια. Εκείνος όμως με αντίκρισε και ασφαλώς με αναγνώρισε.  Τι να ‘κανα
Δέκα.
Ανοίγει το βλέφαρο, και από συνήθεια κοιτάζει η κόρη τα ουράνια.  Από το ακροκέραμο της στέγης, βλέπει κανείς τον ήλιο ,οσάν τον Γαλατά  που ‘ρχεται όλους να μας δροσίσει από την κορυφή του λόφου, αργοσαλεύοντας. Για να ‘ναι στις 12 παρόν αυτός και να  μας λιάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου